Ένα από τα πιο όμορφα βουνίσια χωριά μας. Χτισμένος σ΄ένα φυσικό σκαλοπάτι βρίσκεται σε υψόμετρο 520 μ. και απέχει 21 χλμ. περίπου από την Ιστιαία.
Οι κάτοικοι του χωριού στην απογραφή του 1991 ήταν 268 έναντι 453 που ήταν στην απογραφή του 1961. Η πρώτη απογραφή μετά την απελευθέρωση της Εύβοιας το 1852 κατέγραφε 402 κατοίκους στον Κρυονερίτη. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός του χωριού σημειώθηκε την δεκαετία 1895 - 1905 με την καταγραφή 605 κατοίκων. Από τότε και μέχρι την Γερμανική κατοχή ο αριθμός των κατοίκων υπερέβαινε πάντοτε τους 500, για να επακολουθήσει μια μικρή, σε σχέση με άλλα χωριά της Ελληνικής υπαίθρου, μείωση του πληθυσμού, που πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις την τελευταία δεκαετία. Η επικράτηση της αστυφιλίας των τελευταίων δεκαετιών είναι η κύρια αιτία αυτής της μείωσης. Η ομορφιά όμως της περιοχής, που είναι χτισμένο το χωριό, είναι βέβαιο πως θα συντελέσει στην επιστροφή των κατοίκων μετά την τελευταία μεταστροφή των Ελλήνων από την αστυφιλία στην φυσιολατρία.
Το όνομα του χωριού σαφώς έχει σχέση με τα κρύα πεντακάθαρα νερά που αναβλύζουν από τις πολλές πηγές της περιοχής. Αυτές οι πηγές είναι τόσο φημισμένες για τα πολύ κρύα νερά τους όσο και δεμένες με πολλούς θρύλους και ιστορίες. Πριν από το 1700 οι κάτοικοι ζούσαν σε μια περιοχή κοντά στο σημερινό χωριό, εκεί που βρίσκεται το εξωκλήσι της «Αναλήψεως». Το παλιό χωριό ονομαζόταν Νιαγκ.
Ο Κρυονερίτης είναι από τις λίγες περιοχές που είχαν την τύχη να μην δοκιμάσουν πολλούς ιδιοκτήτες. Από το 1700 μέχρι το 1834 έγιναν μόνο τρεις μεταπωλήσεις. Στην τελευταία το χωριό μεταβιβάσθηκε στους κατοίκους του από τον τελευταίο Τούρκο ιδιοκτήτη του το 1834. Το γεγονός που ο Κρυονερίτης πέρασε από την ιδιοκτησία του Χασάν μπέη απευθείας στους κατοίκους του, σε αντίθεση με τα άλλα χωριά της Β. Εύβοιας, οφείλεται και στην ευελιξία μερικών από τους κατοίκους του, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν την εγκύκλιο του Ι. Καποδίστρια που αφορούσε το δικαίωμα των Ελλήνων να αγοράζουν τουρκικές ιδιοκτησίες μετά το 1830. Έτσι οι κάτοικοι δια μέσου των εκπροσώπων τους Α. Παπαθανάση και Κ. Κωνσταντή αγόρασαν τον Μάιο του 1834 (1212 σύμφωνα με την οθωμανική χρονολογία που αναγράφεται στο επίσημο έγγραφο) την έκταση του Κρυονερίτη αντί 214.000 γροσίων.
Μετά την απελευθέρωση το χωριό ανήκε διοικητικά στον Δήμο των Αρτεμισίων. Το 1877 μετά την ίδρυση του Δήμου Τελεθρίων που είχε σαν πρωτεύουσα τα Καμάρια, ο Κρυονερίτης υπήχθη σ΄ αυτόν. Από το 1912 αποτελεί αυτοτελή Κοινότητα που ανήκει στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Ιστιαίας.
Ο Κρυονερίτης είναι χτισμένος σε μια ευρεία σχετικά έκταση, γύρω από τον επιβλητικό σε θέση και θέα ναό του Αγ. Γεωργίου που δεσπόζει στο υπέροχο τοπίο.
Ο σημερινός επισκέπτης της περιοχής θα έχει την ευτυχία, όταν ο καιρός είναι καλός, να απολαύσει ένα αξέχαστο γι αυτόν θέαμα. Μπροστά στα μάτια του απλώνεται όλο το διάγραμμα της Β. Εύβοιας, από τα παράλια που βρίσκονται απέναντι των Τρίκερι ως αυτά που βρέχονται από το Αιγαίο.
Όπως όλα τα χωριά των Ελληνικών βουνών έτσι και ο Κρυονερίτης είναι δεμένος με θρύλους και παραδόσεις καθώς και με τραγούδια που αφορούν την περιοχή του και που μεταδίδονται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Χαρακτηριστικές είναι οι ιστορίες με τρομακτικό και μεταφυσικό περιεχόμενο που γέμιζαν, στα κρύα και ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδια, τις ώρες των νωχελικά καθισμένων χωρικών γύρω από το τζάκι. Ο ταλαντούχος αφηγητής του χωριού έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ΄ αυτή την ιεροτελεστία, δίνοντας το κατάλληλο χρώμα στην ιστορία του προκειμένου ο ακροατής από μόνος του να πλάσει τις εικόνες που ικανοποιούσαν την φαντασία του. Σήμερα τη θέση του παλιού αφηγητή παραμυθιών τρομακτικών και μη, έχει πάρει το κουτί της τηλεόρασης με το θρίλερ και το σήριαλ, εξαφανίζοντας εκτός από την δυνατότητα επικοινωνίας των ανθρώπων και το δικαίωμα του κάθε ατόμου να μπορεί ελεύθερα να σχηματίσει την δική του φανταστική εικονογράφηση στην ιστορία που ακούει. Αλλά ας μεταφέρουμε στη συνέχεια έναν θρύλο που αφορά τον Κρυονερίτη και τα γύρω χωριά, και που περιλαμβάνεται στο υπέροχο βιβλίο του Τάσου Παπαποστόλου «Μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις» των εκδόσεων «Άγκυρα».
Τα πολύ παλιά χρόνια, μας λέει ο θρύλος, στην περιοχή των βουνών της Β. Εύβοιας είχε το στέκι του ένας φοβερός βρικόλακας. Είχε δόντια σαν τσαμπιά και νύχια σαν κλαδευτήρια. Όταν έπαιρνε την πραγματική του μορφή γίνονταν θεόρατος σαν βουνό και καταβρόχθιζε ανθρώπους και ζωντανά από τρία χωριά. Το Νιαγκ (έτσι έλεγαν το σημερινό Κρυονερίτη), την Ποτισμένη (Κερασιά) και του Σωτήρος (Μηλιές).
Οι κάτοικοι των χωριών είχαν απελπιστεί μια και δεν κατάφερναν να εξολοθρεύσουν το φοβερό τέρας που λυμαίνονταν τα σπίτια τους. Ούτε οι λιτανείες, ούτε τα ξόρκια, ούτε οι εκάστοτε γενναίοι κατάφεραν να απαλλάξουν τους χωρικούς από τον τρομερό βρικόλακα. Ο τόπος άρχισε σιγά - σιγά να ερημώνει.
Κάποτε έφτασε στο Νιαγκ (Κρυονερίτη) ένας πανούργος ταξιδιώτης με «μελετημένο» χαϊμαλί. Έμαθε για τον βρικόλακα, και αποφάσισε να επιχειρήσει κι΄αυτός την εξόντωση του τέρατος. Πήρε λοιπόν το μονοπάτι και κάποτε έφτασε έξω από την μεγάλη σπηλιά που όπως λέγανε οι χωρικοί έμενε ο μεγάλος βρικόλακας. Εκεί έκανε ότι γλίστρησε κι΄έπεσε, και ότι δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Κάποια στιγμή, εκεί που ήταν πεσμένος, εμφανίστηκε ένας ψηλός όμορφος άνδρας που προσφέρθηκε να βοηθήσει τον ψευτοτραυματισμένο ξένο. Πραγματικά τον σήκωσε με ευκολία και τον τοποθέτησε σε ένα βράχο.
Ο ξένος, που είχε στο μεταξύ καταλάβει πως ο όμορφος νέος δεν ήταν άλλος από τον φοβερό βρικόλακα, ψιθύριζε από μέσα του κάποιες ανάλογες για τις περιστάσεις ευχές. Για μια στιγμή ο νέος κοντοστάθηκε και φτερνίστηκε δυνατά.
-Γεια σου, θα κρύωσες φαίνεται: του είπε ο ξένος.
Αντί άλλης απάντησης ο όμορφος άνδρας φτερνίστηκε για δεύτερη φορά, ακόμη πιο δυνατά.
Ξανά γεια σου: του είπε πάλι ο πανούργος ταξιδιώτης.
Ακολούθησε το τρίτο φτέρνισμα, που έμοιαζε αυτή τη φορά σαν τον ήχο του κανονιού. Η μορφή του άνδρα αλλοιώθηκε και άρχισε να βγάζει καπνούς και φλόγες. Μέσα από τους καπνούς εμφανίστηκε η θηριώδης μορφή του βρικόλακα, σαν βουνό ολάκερο ή μάλλον σαν ηφαίστειο λίγο πριν εκραγεί. Και πράγματι η έκρηξη δεν άργησε. Το τέρας μέσα σε καπνούς, φλόγες, και φριχτές κραυγές έγινε κομμάτια και σκορπίστηκε στον αέρα σαν ένας τρομακτικός εφιάλτης που τέλειωσε.
Οι χωριανοί απαλλαγμένοι επιτέλους από τον φόβο του ανίκητου τέρατος, φόρτωσαν δώρα τον σωτήρα τους, και επέστρεψαν ανενόχλητοι στις δουλειές τους, ενώ όμορφος τόπος τους ξαναπήρε και πάλι την ευλογημένη όψη που είχε πριν εμφανιστεί ο ανθρωποφάγος βρικόλακας.
Ο Κρυονερίτης σε όλες τις ταραγμένες περιόδους της Ελληνικής ιστορίας είχε μάλλον υποτονική παρουσ ία, με αποτέλεσμα να μην υποστεί σημαντικές ζημιές και να μη θρηνήσει πολλά θύματα σε αντίθεση με τα άλλα χωριά της Β. Εύβοιας. Τόσο στην τουρκοκρατία και στην επανάσταση του 1821 όσο και στην περίοδο της Γερμανικής κατοχής και του εμφύλιου οι φιλήσυχοι κάτοικοι του χωριού κατάφεραν, με την αλληλοϋποστήριξη που τους διέκρινε, να μην υποστούν τα δεινά της αγριότητας στο βαθμό που τα υπέστησαν άλλες Ελληνικές περιοχές.
Ειδικά στην διάρκεια της μαύρης δεκαετίας 1940-1950 η πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού ήταν μάλλον συντηρητικών απόψεων και αρνητικοί στις επαναστατικές απόψεις που εκφράζονταν δυστυχώς από ένα κόμμα ακατάλληλο να καλύψει καθ΄ ολοκληρία την ιδιοσυγκρασία της Ελληνικής ψυχής. Ήταν όμως αυτή η μειοψηφία που κατάφερε να καπελώσει την εθνική αντίσταση και να μονοπωλήσει, με μια ξύλινη και ξένη στον Ελληνισμό γλώσσα, τα ιδανικά και τις προοπτικές ενός διψασμένου για ισότητα και ελευθερία λαού. Η ηγεσία του κόμματος αυτού ήταν και η βασική αιτία που οι γερμανόφιλοι εγκληματίες της κατοχής εξιλεώθηκαν στα μάτια του απλού Έλληνα και μετατράπηκαν αυτόματα σε σωτήρες. Στη συνέχεια θα μεταφέρουμε ενδεικτικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Θόδωρου Μαυρίδη «Ο σωστός δρόμος». Αναφέρεται σε ένα περιστατικό που συνέβη σε μια επίσκεψη του συγγραφέα στον Κρυονερίτη, ως εκπροσώπου του Κ.Κ.Ε. τον Μάρτιο του 1945, και που παρ΄ολίγο να του στοιχίσει τη σωματική του ακεραιότητα. Μας γράφει λοιπόν ο Θ. Μαυρίδης.
«...Είχε περάσει κάμποσος καιρός,, νομίζω πως ήταν Μάρτης του 1945, κι εγώ συνέχιζα τη δουλειά μου, γυρίζοντας από χωριό σε χωριό ενημερώνοντας τους νέους για τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, όπως κάναμε τότε όλα τα στελέχη. Επειδή είχα καιρό να πάω, για τον πρόσθετο λόγο ότι ήταν λίγο μακριά, τράβηξα για τον Κρυονερίτη. Πήρα το μονοπάτι για το χωριό και έφτασα νωρίς το απόγευμα. Τράβηξα για την μικρή πλατεία που στη μέση της ήταν η εκκλησία του χωριού και κάθισα σ΄ένα πεζούλι για να ξεκουραστώ. Εκεί βρήκα μερικούς χωρικούς που παίζανε και σαχλαμαρίζανε. Τους καλησπέρισα αλλά κανένας δεν μου απάντησε και αυτό μου έκανε εντύπωση. Αυτοί συνέχιζαν τα πειράγματα μεταξύ τους.... Κάποια στιγμή προς μεγάλη μου κατάπληξη άκουσα κάτι σαν ...κλάσιμο, και μέχρι να το καλοσκεφτώ ακούω το δεύτερο, το τρίτο και μετά το τέταρτο. Ενώ έφευγα φοβερά εκνευρισμένος, πίσω μου γινόταν πραγματικός διαγωνισμός κλασίματος σε ένταση και συχνότητα...».
Μετά από αυτή την πρώτη υποδοχή του εκπροσώπου του Κ.Κ.Ε. σύμφωνα πάντα με τις περιγραφές του ίδιου, τα όσα ακολούθησαν ήταν μάλλον χειρότερα. Γράφει λοιπόν παρακάτω στο βιβλίο του ο Μαυρίδης.
«...Σαν βράδιασε πήγα στην ώρα μου στο μαγαζί που κάναμε τις συγκεντρώσεις. Το μαγαζί γέμισε ασφυκτικά. Μου έκανε εντύπωση αυτός ο συνωστισμός. Η οχλαγωγία ήταν ασυνήθιστη και κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά....Το μαγαζί ήταν στενόμακρο. Περίπου 4 μέτρα πλάτος και 7 βάθος. Μπαίναμε συνήθως από μια στενή πόρτα από νότια, ενώ στην απέναντι πλευρά υπήρχε ένα παράθυρο, που όμως ήταν κλειστό γιατί έβλεπε στο βοριά. Στο βάθος του ήταν ένα στενόμακρο τραπέζι σαν πάσο του μαγαζιού, που αποτελούσε και το βήμα για τους ομιλητές. Είχαν βάλει ένα λυχνάρι με λάδι για φωτισμό. Συνήθως στεκόμουνα μπροστά στο λυχνάρι για να με βλέπουνε. Στάθηκα μπροστά στο φως και περίμενα να κοπάσει η φασαρία. Κανα δυο από το ακροατήριο φώναζαν ν΄ αρχίσουμε ενώ κάποιοι άλλοι φώναζαν ησυχία. Κάποια στιγμή, λες και όλοι ήταν συνεννοημένοι, έγινε απόλυτη ησυχία. Μόνο για μια στιγμή, γιατί κάποιος που σίγουρα ήταν ο πρωταθλητής στο κλάσιμο, έριξε μια τόσο δυνατή που μέσα στην ησυχία μου φάνηκε σαν κεραυνός. Ξέσπασαν όλοι σε γέλια, ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν φωνές - Κάτω το ΕΑΜ - Ζήτω ο Πλαστήρας - Ζήτω ο Βασιλιάς.... Αφού οι ψυχραιμότεροι μου έδωσαν επιτέλους το λόγο, τους καλησπέρισα στην αρχή, και τους είπα πως θα απαντούσα σε όλες τις ερωτήσεις τους αν με άφηναν. Κάποιος με ρώτησε γιατί δεν θέλαμε τον Πλαστήρα....Όπως σας είναι γνωστό, τους είπα, στα μέσα του Φλεβάρη υπογράφτηκε απ΄ το ΕΑΜ η συμφωνία της Βάρκιζας. Εμείς εφαρμόζουμε τη συμφωνία κατά γράμμα ενώ η κυβέρνηση κάνει ακριβώς το αντίθετο. Είχαμε συμφωνήσει ότι ο καινούριος Εθνικός Στρατός θα γίνει με πρόσκληση ορισμένων ηλικιών, χωρίς εξαίρεση ενώ ο Πλαστήρας στελεχώνει το νέο στρατό με αξιωματικούς των ταγμάτων ασφαλείας... Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου και ακούω ένα δυνατό φουουου. Κάποιος είχε σβήσει το λυχνάρι. Σκοτάδι πίσσα. Στο ακροατήριο πανζουρλισμός. Θάνατος στους κομμουνιστές - Κάτω το ΕΑΜ - Ζήτω ο Πλαστήρας - Θάνατος στους προδότες, ο καθ΄ ένας φώναζε ότι του κατέβαινε...»
Στη συνέχεια ο Θ. Μαυρίδης περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την περιπετειώδη φυγή του από το εξαγριωμένο πλήθος, και το καταφύγιο που βρήκε στο αλώνι του χωριού μέσα σ΄ένα χαντάκι, αφού πρώτα ξέφυγε από ανθρώπους και σκυλιά που τον κυνηγούσαν. Με μεγάλη περιπέτεια έφτασε τις πρωινές ώρες στις Μηλιές, όπου η αγωνία του έλαβε τέλος.
πηγη:Α.ΚΑΛΕΜΗΣ
Δειτε το βίντεο απο το χωριό εδω:
https://www.youtube.com/watch?v=kU1J93La_yo
Βρειτε μας στα Social